πλασματώδεις

πλασματώδεις
πλασματώδης
fictitious
masc/fem acc pl
πλασματώδης
fictitious
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλασματώδης — ῶδες, Α [πλάσμα, ατος] 1. πλαστός, μυθώδης, ψεύτικος 2. προσποιητός, υποκριτικός («πλασματώδεις ὑποφθεγγόμενος ἐπικλίσεις», Αρισταίν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”